ἐρωτηματικός — interrogative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτηματικός — ή, ό (AM ἐρωτηματικός, ή, όν) [ερώτημα] 1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα») 2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας… … Dictionary of Greek
ἐρωτηματικά — ἐρωτηματικός interrogative neut nom/voc/acc pl ἐρωτηματικά̱ , ἐρωτηματικός interrogative fem nom/voc/acc dual ἐρωτηματικά̱ , ἐρωτηματικός interrogative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματικῶν — ἐρωτηματικός interrogative fem gen pl ἐρωτηματικός interrogative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματικόν — ἐρωτηματικός interrogative masc acc sg ἐρωτηματικός interrogative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματικαί — ἐρωτηματικός interrogative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματικοί — ἐρωτηματικός interrogative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματικοῦ — ἐρωτηματικός interrogative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματικούς — ἐρωτηματικός interrogative masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματικῆς — ἐρωτηματικός interrogative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)